- ἥμισυς
- ἥμισυς, εια, υ gen. ἡμίσους (Dssm., NB 14 [BS 186]) Mk 6:23; neut. pl. ἡμίση (Theophr., Char. 11, 5; Polyaenus 6, 15); the spelling ἡμίσια is also used Lk 19:8 (Rdm.2 63) (‘half’ as adj. and subst. Hom. et al.; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo, Joseph.)① half adj. (ῥάβδους) ἡμίσους ξηρούς (ἡμιξήρους v.l.) Hs 8, 4, 6; (λίθους) τοὺς ἡμίσεις λευκούς, ἡμίσεις δὲ μέλανας 9, 8, 5.② the half subst. (Thu. 5, 31, 2 ἡ ἡμίσεια τῆς γῆς; X., Cyr. 4, 5, 1 τοῦ σίτου ὁ ἥμισυς; 2, 3, 17 οἱ ἡμίσεις τῶν ἀνδρῶν; 4, 5, 4 τῶν ἄρτων οἱ ἡμίσεις; Demosth. 4, 16 οἱ ἡμίσεις τῶν ἱππέων; 1 Macc 3:34, 37; Jos., Bell. 6, 290) (τὸ) ἥμ. one half (Hom. et al.; TestJob 31:2; Jos., Ant. 7, 275) Rv 12:14 (Da 12:7); Hs 8, 1, 11; 8, 5, 2; 8, 8, 1; ApcPt 12:27. τὰ ἡμίσια τῶν ὑπαρχόντων (Tob 10:10 BA v.l.) Lk 19:8. ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου up to one half of my kingdom (Esth 5:3; 7:2) Mk 6:23. ἡμέρας τρεῖς καὶ ἥμισυ three and one-half days Rv 11:9, 11 (transition to numeral [indecl., s. Mussies 220] cp. ἥμισυ Lk 19:8 v.l.; τὰς ἐννέα ἥμισυ φυλάς AscIs 3:2; Athen. 6, 274c τῶν δυοῖν δραχμῶν καὶ ἡμίσους; Ex 25:17; 26:16. Without καί Plut., Mar. 34, 4).—GKittel, Rabbinica 1920, 39ff.—B. 935. DELG s.v. ἡμι-. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.